- conveteranus
con-veterānus, ī, m., der Mitveteran, Corp. inscr. Lat. 6, 3864 u. ö. u. spät. ICt.
http://www.zeno.org/Georges-1913. 1806–1895.
con-veterānus, ī, m., der Mitveteran, Corp. inscr. Lat. 6, 3864 u. ö. u. spät. ICt.
http://www.zeno.org/Georges-1913. 1806–1895.
συνβετρανός — ὁ Α ο εξίσου εμπειροπόλεμος, παλαιός πολεμιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. conveteranus «συναπόμαχος», με απόδοση τού α συνθετικού con με το αντίστοιχο συν * και μεταφορά τού τ. veteranus (βλ. λ. βετεράνος)] … Dictionary of Greek