peltastae

peltastae

peltastae, ārum, m. (πελτασταί), mit einer pelta (s. d.) bewaffnete Soldaten, Peltasten, Nep. u. Liv.


http://www.zeno.org/Georges-1913. 1806–1895.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πέλτη — η, ΝΑ, δωρ. τ. πέλτα, Α μικρή και ελαφρά ασπίδα, χωρίς γύρο, σχήματος μηνοειδούς, συνήθως πλεκτή από κλωνάρια ιτιάς που καλυπτόταν με γίδινο δέρμα αρχ. 1. το σώμα τών πελταστών 2. κόσμημα αλόγου 3. παλτό, κοντάρι 4. (κατά τον Ησύχ.) δόρυ, ακόντιο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”