- arithmus
arithmus, ī, m. (ἀριθμός), die Zahl; dah. Arithmi, das vierte Buch Mosis (rein lat. Numeri), Tert. adv. Marc. 4, 23 u. 4, 28.
http://www.zeno.org/Georges-1913. 1806–1895.
arithmus, ī, m. (ἀριθμός), die Zahl; dah. Arithmi, das vierte Buch Mosis (rein lat. Numeri), Tert. adv. Marc. 4, 23 u. 4, 28.
http://www.zeno.org/Georges-1913. 1806–1895.
λογάριθμος — Μαθηματική έννοια σχετική με τον εκθέτη δυνάμεως. Αν β είναι ένας θετικός αριθμός και α επίσης θετικός αριθμός, διάφορος του 1, αποδεικνύεται ότι υπάρχει ένας (και μόνον ένας) πραγματικός αριθμός y, τέτοιος ώστε να ισχύει: αy = β. Αυτός ο y… … Dictionary of Greek