- scordalus
scordalus, ī, m., der Zankteufel, Sen. suas. 7, 14. Sen. ep. 56, 2 u. 83, 12. Petron. 95, 7.
http://www.zeno.org/Georges-1913. 1806–1895.
scordalus, ī, m., der Zankteufel, Sen. suas. 7, 14. Sen. ep. 56, 2 u. 83, 12. Petron. 95, 7.
http://www.zeno.org/Georges-1913. 1806–1895.
σκοροδίζω — Α 1. (ιδίως σχετικά με κοκόρια πριν από κοκορομαχία) ταΐζω με σκόρδο 2. καρυκεύω με σκόρδο 3. μτφ. κάνω κάποιον να θυμώσει. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκόροδον. Η μτφ. σημ. τού ρ. «κάνω κάποιον να θυμώσει» οφείλεται στο ότι έδιναν στα κοκόρια σκόρδο πριν από… … Dictionary of Greek