- trullium
trūllium, iī, n., s. trūlleum.
http://www.zeno.org/Georges-1913. 1806–1895.
trūllium, iī, n., s. trūlleum.
http://www.zeno.org/Georges-1913. 1806–1895.
τρούλλιον — τὸ, ΜΑ, και τρούλιον και τρύλλιον, Α (ως υποκορ. τού τροῡλλα) μαγειρικό σκεύος, πιατέλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. trulleum / trullium «λεκάνη, νιπτήρας»] … Dictionary of Greek