- calatio
calātio, ōnis, f. (calare), das Rufen, Varr. LL. 5, 13.
http://www.zeno.org/Georges-1913. 1806–1895.
calātio, ōnis, f. (calare), das Rufen, Varr. LL. 5, 13.
http://www.zeno.org/Georges-1913. 1806–1895.
καλένδες — Η πρώτη ημέρα κάθε μήνα στην αρχαία Ρώμη, που πήρε την ονομασία της εξαιτίας μιας τελετουργικής διακήρυξης (calatio), η οποία γινόταν την ημέρα αυτή. Η τελετή αυτή είχε την προέλευσή της σε χρόνους παλαιότερους από τη δημιουργία ενός ηλιακού… … Dictionary of Greek