- carrulus
carrulus, ī, m. (Demin. v. carrus), ein kleiner Wagen, Ulp. dig. 17, 2, 52. § 15.
http://www.zeno.org/Georges-1913. 1806–1895.
carrulus, ī, m. (Demin. v. carrus), ein kleiner Wagen, Ulp. dig. 17, 2, 52. § 15.
http://www.zeno.org/Georges-1913. 1806–1895.
καρούλι — το 1. ξύλινο ή μεταλλικό πηνίο, γύρω από το οποίο τυλίγεται το νήμα ή η κλωστή, αλλά και όλη η κουβαρίστρα 2. ο τροχίσκος τής τροχαλίας ή ολόκληρη η συσκευή 3. μικρός τροχός στο άκρο τών ποδιών διαφόρων επίπλων ή συσκευών. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ.… … Dictionary of Greek
ВЕЛИКАЯ ЛАВРА — Великая Лавра[греч. Μεγίστη Λαύρα τοῦ ἁγίου ᾿Αθανασίου], муж. общежительный, древнейший из существующих мон рей на горе Афон. Первоначально был посвящен Благовещению Божией Матери, в XV в. переименован в честь прп. Афанасия Афонского (ок. 925/30… … Православная энциклопедия