magiriscium

magiriscium

magīriscium, iī, n. (Demin. v. μάγειρος), ein kleiner Koch, Plin. 33, 157.


http://www.zeno.org/Georges-1913. 1806–1895.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μάγειρος — και μάγερος και μάγειρας και μάγερας, ο, θηλ. μαγείρισσα και μαγέρισσα (AM μάγειρος, θηλ. μαγείρισσα, Α δωρ. τ. μάγιρος, αιολ. τ. μάγοιρος, θηλ. μαγείραινα, Μ και μάγειρας και μάγερας) αυτός που παρασκευάζει φαγητά, που έχει έργο να μαγειρεύει (α …   Dictionary of Greek

  • μαγειρίσκιον — μαγειρίσκιον, τὸ (Α) αργυρό σκεύος με ιδιάζουσα μορφή και κατασκευή. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαγειρίσκος. Τη λ. έχει δανειστεί η λατ. (πρβλ. magiriscium «το σκεύος που χρησιμοποιεί ο μάγειρος»)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”