sparulus

sparulus

sparulus, ī, m. (Demin. v. sparus), die Brachse, Ov. hal. 106. Mart. 3, 60, 6.


http://www.zeno.org/Georges-1913. 1806–1895.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • spare — ⇒SPARE, subst. masc. ICHTYOL., peu usité. Genre de poissons de mer qui comprend les daurades. Les diverses espèces de poissons étoient aussi bonnes que multipliées (...). Des spares, mulets, labres (...) étoient répandus dans toutes les parties… …   Encyclopédie Universelle

  • σπάρος — Ψάρι της οικογένειας των Σπαριδών. Έχει μήκος έως 20 εκ., χρώμα γενικά ορειχάλκινο με αργυρόχρωμες αποχρώσεις και στην ουρά του μια σκοτεινόχρωμη κηλίδα με μορφή δαχτυλιδιού. Το ουραίο και πυγαίο (οπίσθιο) πτερύγιο του έχουν ζωηρό κίτρινο χρώμα.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”